φαρσαλινός

φαρσαλινός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Φάρσαλα, που προέρχεται από τα Φάρσαλα: Χαλβάς φαρσαλινός.
2. ως κύρ. όν., Φαρσαλινός, ο θηλ. αυτός που κατοικεί στα Φάρσαλα ή κατάγεται από εκεί: Οι Φαρσαλινοί είναι φιλόξενοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”